δρυοκολάπτης

δρυοκολάπτης
Κοινή ονομασία πτηνών της οικογένειας των δρυοκολαπτιδών, που είναι η σπουδαιότερη της τάξης των δρυοκολαπτομόρφων. Οι δ. διακρίνονται για ορισμένες συνήθειες και ανατομικές ιδιαιτερότητές τους. Αναρριχώνται με ευκολία στους κορμούς των δέντρων, όπου συνήθως ζουν και βρίσκουν την τροφή τους, η οποία αποτελείται κυρίως από έντομα ή τις προνύμφες τους. Το ράμφος, το οποίο χρησιμοποιούν για να ψάχνουν την τροφή τους κάτω από τον φλοιό των δέντρων και για να κατασκευάζουν τη φωλιά τους, είναι πολύ ισχυρό· η γλώσσα τους είναι κολλώδης, σκωληκόμορφη και πολύ ευλύγιστη, με κερατινοποιημένο άκρο· τα δύο εξωτερικά δάχτυλα των ποδιών είναι γυρισμένα προς τα πίσω και τα εσωτερικά προς τα εμπρός· τα δάχτυλα (σε ορισμένα είδη έχει ατροφήσει το μεγάλο δάχτυλο) διαθέτουν ισχυρά κυρτά νύχια· οι κάλαμοι των πηδαλιωδών φτερών, εκτός των εξωτερικών, είναι πολύ σκληροί και μυτεροί, επιτρέποντας στους δ. να χρησιμοποιούν την ουρά τους ως στήριγμα στις αναρριχήσεις τους. Τα πτηνά αυτά ζουν σε όλες τις χώρες με εύκρατο ή θερμό κλίμα, εκτός από την Ωκεανία και τη Μαδαγασκάρη. Οι δ. δεν συνηθίζουν να ζουν ομαδικά και δεν επιχειρούν μεγάλες μεταναστεύσεις. Κατασκευάζουν τη φωλιά τους σκαλίζοντας το ξύλο με το ράμφος· εκεί, στον εσωτερικό χώρο της φωλιάς (προηγείται συνήθως μία στοά), αποθέτουν τα αβγά τους. Στην επώαση συμβάλλει και το αρσενικό. Τα πτηνά αυτά θεωρούνται χρήσιμα γιατί τρώνε πολλά βλαβερά έντομα. Από τα πιο γνωστά και χαρακτηριστικά είδη είναι ο δ. ο πράσινος, που το μήκος του φτάνει τα 25 εκ., εκτός από την ουρά, η οποία είναι περίπου 10 εκ. Ζει από τις Ινδίες έως την Ευρώπη –εκτός από το νοτιοανατολικό τμήμα της– τρέφεται κυρίως με μυρμήγκια και το καλοκαίρι με φυτικά προϊόντα, σαρκώδεις καρπούς και βελανίδια. Όμοιος στο σχήμα αλλά αισθητά μικρότερος είναι ο δ. ο τεφρόχρους, διαδεδομένος κυρίως στη βόρεια Ευρώπη και Ασία και στις Άλπεις. Ο δ. ο μαύρος, συνολικού μήκους περίπου 50 εκ., ζει κυρίως στις ζώνες της Ευρώπης και της Ασίας μεταξύ 38° και 60° πλάτους και είναι αρκετά κοινός στην αλπική αλυσίδα. Στο γένος δρυομπάτης, διαδεδομένο στις ίδιες περιοχές, ανήκουν διάφορα είδη, των οποίων η κοινή ονομασία είναι δ. ο ερυθρός (από το χρώμα ορισμένων περιοχών του φτερώματος). Οι δ. αυτοί διαφέρουν από τους άλλους γιατί εξημερώνονται εύκολα. Το πιο κοινό είδος είναι ο δ.ερυθρός ο μέγας, που απαντάται στην Ευρώπη και στην Ασία, ακόμα και στις κρύες περιοχές, και είναι γνωστός στην Ελλάδα ως τσιγκλιτάραξυλοφαγάς. Στα κακτοειδή των νοτιοδυτικών περιοχών της Βόρειας Αμερικής χτίζει τη φωλιά του ο δ. των κάκτων, το μήκος του οποίου φτάνει μόλις τα 25 εκ. Ο δ. αυτός, εκτός από έντομα, τρέφεται συχνά και με τους καρπούς των κάκτων, καθώς και με τους σαρκώδεις καρπούς του ιξού, ο οποίος παρασιτεί στα φυτά των ξηρών περιοχών. Η φωλιά που σκάβει στους κορμούς των κάκτων έχει σχήμα κατακόρυφης φιάλης μήκους περίπου 40 εκ. Δρυοκολάπτης ο πράσινος· είναι διαδεδομένος από τις Ινδίες έως την Ευρώπη. Δρυοκολάπτης ερυθρός ο μέγας· ζει σε όλη την Ευρώπη και σε μεγάλες περιοχές της ασιατικής ηπείρου.
* * *
ο (ΑΜ δρυοκολάπτης)
πτηνό που τρέφεται με έντομα και κάμπιες τις οποίες ανακαλύπτει κάτω από τον φλοιό τών δέντρων τού δάσους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δρυοκολάπτης — woodpecker masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρυοκολάπτης — ο είδος πουλιού, η τσικλιτάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δρυοκολαπτῶν — δρυοκολάπτης woodpecker masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρυοκολάπτην — δρυοκολάπτης woodpecker masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρυοκολάπτου — δρυοκολάπτης woodpecker masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρυοκολαπτίδες — Οικογένεια πτηνών της τάξης των δρυοκολαπτομόρφων. Η οικογένεια αυτή αριθμεί περίπου 210 είδη, που ζουν σε δασώδεις περιοχές όλων των χωρών, εκτός από τη Μαδαγασκάρη και την Αυστραλία. To μήκος τους ξεκινά από 9 εκ. και μπορεί να φτάσει τα 55 εκ …   Dictionary of Greek

  • πέλεκας — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ.) του νομού Κερκύρας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (6 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και οι άλλοι μικρότεροι οικισμοί, Αβράμης, η Μονή Υπεραγίας Θεοτόκου Μυρτιδίων (υψόμ. 100 μ.), ο Άγιος Ονούφριος, η Γλυφάδα, τα… …   Dictionary of Greek

  • δρυοκολάπτας — δρυοκολάπτᾱς , δρυοκολάπτης woodpecker masc acc pl δρυοκολάπτᾱς , δρυοκολάπτης woodpecker masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PICUS — Rex Latinorum, Saturni fil. Fauni pater successit patri, An. 2747. primus Aboriginum Rex per an. 37. Latini regis av us, auguriorum peritissimus, qui a Circe adamatus, cum spretô eius coniugiô, Carmentem Nympham duxisset uxorem, ab irata Dea,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έποψ — ο (AM ἔποψ, Μ και ἔποπος) το γνωστότερο στην Ελλάδα είδος τών εποπιδών, ο τσαλαπετεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ονοματοποιία από την κραυγή τού πουλιού εποποί, ποποπό, όπως αυτή μαρτυρείται στους κωμικούς. Αναλογικός σχηματισμός προς τα μέρ οψ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”